- αναμαρτησία
- η , αναμάρτητο[ν] τό1) непогрешимость, безошибочность; 2) безгрешность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀναμαρτησία — ἀναμαρτησίᾱ , ἀναμαρτησία faultlessness fem nom/voc/acc dual ἀναμαρτησίᾱ , ἀναμαρτησία faultlessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαρτησίᾳ — ἀναμαρτησίᾱͅ , ἀναμαρτησία faultlessness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμαρτησία — η (Α ἀναμαρτησία) [ἀναμάρτητος] 1. το να μην πέφτει κανείς σε σφάλματα, το αλάθητο 2. το να μην πέφτει κανείς σε αμαρτίες, αθωότητα, αγνότητα … Dictionary of Greek
αναμαρτησία — η το να είναι κανείς αναμάρτητος, αλάθευτος: Η αναμαρτησία είναι ιδιότητα μονάχα του Θεού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναμαρτησίας — ἀναμαρτησίᾱς , ἀναμαρτησία faultlessness fem acc pl ἀναμαρτησίᾱς , ἀναμαρτησία faultlessness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαρτησίαν — ἀναμαρτησίᾱν , ἀναμαρτησία faultlessness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμάρτητος — η, ο (Α ἀναμάρτητος, ον) [ἁμαρτάνω] 1. αυτός που δεν έχει αμαρτήσει, άμεμπτος, ανεπίληπτος, αγνός 2. αυτός που δεν κάνει ποτέ λάθη, αλάθητος, αλάνθαστος 3. το ουδ. ως ουσ. το αναμάρτητο(ν) η αναμαρτησία* μσν. αυτός που έχει λυτρωθεί από την… … Dictionary of Greek
ԱՆՄԵՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0203 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c գ. ἁκακία, ἁναμαρτησία innocentia, probitas Չունելն զմեղս. անարատութիւն ʼի մեղաց. ... տե՛ս Յոբ. ՟Բ. 3: ՟Ի՟Է. 5: ՟Լ՟Ա. 6: Սղմ. ՟Հ՟Է. 72: *Օծանի մարդկօրէն ըստ մեզ որդի՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)